- συνεκκλυζω
- συνεκκλύζωσυν-εκκλύζωодновременно вымывать, смывать, споласкивать
(τι μετά τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(τι μετά τινος Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνεκκλύζω — Α ξεπλένω, καθαρίζω συγχρόνως («τὸ ὑγρὸν... μεθ ἑαυτοῡ συνεκκλύζον ἁπάσας λαμβάνει τὰς τῶν χρωμάτων δυνάμεις», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκλύζω «ξεπλένω, καθαρίζω»] … Dictionary of Greek
συνεκκλύζον — συνεκκλύζω wash out together pres part act masc voc sg συνεκκλύζω wash out together pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκλύζεσθαι — συνεκκλύζω wash out together pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκλύζεται — συνεκκλύζω wash out together pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεκκλύζηται — συνεκκλύζω wash out together pres subj mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύζω — (AM κλύζω) 1. καλύπτω με νερά, πλημμυρίζω («ἔνθ ἐμὲ μὲν μέγα κῡμα... κλύσσει», Υμν. Απόλλ.) 2. ξεπλένω με άφθονο νερό ή άλλο υγρό, καθαρίζω (α. «θάλασσα κλύζει πάντα ἀνθρώπων κακά», Ευρ. β. «κλύζουσι φαρμάκῳ χολήν», Σοφ.) 3. χύνω υγρό με κλυστήρα … Dictionary of Greek